Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καθ' εκάστην

  • 1 Day

    subs.
    P. and V. ἡμέρα. ἡ, V. ἦμαρ, τό; sometimes V. ἥλιος, ὁ.
    All day: use adj., Ar. and V. πανήμερος.
    By day: P. and V. μεθʼ ἡμέραν, or use adj., P. μεθημερινός.
    Day by day: P. and V. καθʼ ἡμέραν, V. ἐπʼ ἦμαρ (Soph., frag.), κατʼ ἦμαρ.
    By day or by night: V. νχιος ἡ καθʼ ἡμέραν (Eur., El. 603).
    Every day: P. καθʼ ἑκάστην τὴν ἡμέραν.
    Of the day, adj.: Ar. and P. ἡμερινός, P. and V. ἡμερήσιος.
    A day's journey: P. ἡμερησία ὁδός (Plat.).
    Some day: P. and V. ποτέ.
    Spend the day, v.: P. and V. ἡμερεύειν, P. διημερεύειν.
    The other day, lately, adv.: P. and V. νέον, νεωστ, Ar. and P. ἔναγχος.
    The self-same day: P. and V. αὐθήμερον.
    On the day beforc: P. τῇ προτεραίᾳ. (gen.).
    The day before yesterday: Ar. and P. πρώην.
    Gain the day, v.: P. and V. νικᾶν, κρατεῖν.
    In voting: also V. πληθνεσθαι.
    Be the order of the day: P. and V. κρατεῖν.
    Living but a day, adj.: P. and V. ἐφήμερος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Day

  • 2 Hourly

    adj.
    ——————
    adv.
    P. καθʼ ἑκάστην ὥραν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hourly

См. также в других словарях:

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • έκαστος — η, ο (AM ἕκαστος, η, ον) (επιμεριστική αντων.) (σε αντίθεση με το σύνολο) 1. ο κάθε ένας χωριστά, ένας ένας 2. φρ. α) στον πληθ. έκαστοι όλοι και ένας ένας χωριστά β) «καθ εκάστην» (ενν. ημέρα) καθημερινά γ) «τα καθ έκαστο» ή «τα καθ έκαστα» οι… …   Dictionary of Greek

  • Gloria in excelsis — Deo …   Wikipedia Español

  • Великое славословие — (греч. Ἡ Μεγάλη Δοξολογία)  в православном богослужении молитвословие, основанное на ангельской песне «слава в вышних Богу, и на земле мир, в человеках благоволение!», пропетой при благовестии пастухам о Рождении Иисуса Христа. В… …   Википедия

  • БОЭТ СИДОНСКИЙ —     I.     БОЭТ СИДОНСКИЙ (Βόηθος ὁ Σιδώνιος) (1 в. до н. э.), философ перипатетик, глава Перипатетической школы после Андроника Родосского, комментатор Аристотеля.     Неоплатоник Аммоний называет Б. 11 м «после Аристотеля» схолархом Перипата… …   Античная философия

  • вьсегда — (496) нар. Всегда, постоянно: О причѩштении тѣла х҃ва. аште достоить вьсегда причѩштати сѩ ст҃<ы>ихъ и животворѩштиихъ таин<а>хъ. Изб 1076, 206 об.; и николи же ѥго бѣ видѣти дрѩхла. или съньзъшасѩ на обѣдѣ сѣдѩща съ братиѥю. нъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вьсѧкыи — (вьсѧкыи3000) пр. 1. Всякий, каждый, любой: И не всѩкого чл҃вка въведи въ домъ свои блюді сѩ зълодѣ˫а (πάντα) Изб 1076, 148; на сеи правдѣ. первоѥ ходити новгородцю послѹ и всѩкомѹ новгородцю. Гр 1189–1199 (новг.); вьс˫акомѹ же хот˫ащю быти… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προσήλυτος — η, ο / προσήλυτος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ) νεοελλ. ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά… …   Dictionary of Greek

  • προσαναμάσσομαι — Α μτφ. προσάπτω κάτι στον εαυτό μου επί πλέον («τὸ ἐκ τῆς ἡδονῆς αἶσχος καθ ἑκάστην... προσαναμάσσονται», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναμάσσομαι «προσδίδω στον εαυτό μου το σχήμα ή τη μορφή κάποιου»] …   Dictionary of Greek

  • πρόσρηση — η / πρόσρησις, ήσεως [προσλέγω] ΝΜΑ 1. προσαγόρευση, προσφώνηση, χαιρετισμός 2. ονομασία, όνομα αρχ. 1. το πρόσωπο ή το πράγμα το οποίο προσαγορεύει κανείς, το αντικείμενο τής προσαγόρευσης 2. συμβουλή, παραίνεση 3. ορισμός («μιᾷ χρώμενοι… …   Dictionary of Greek

  • στοιχώ — στοιχῶ, έω, ΝΑ [στοῑχος] (στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.) νεοελλ. 1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»